- απωμοτικός
- ἀπωμοτικός, -ή, -όν (AM) [απώμοτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπωμοτικά — ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc pl ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc/acc dual ἀπωμοτικά̱ , ἀπωμοτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικόν — ἀπωμοτικός of masc acc sg ἀπωμοτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικοῖς — ἀπωμοτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῶς — ἀπωμοτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμοτικῷ — ἀπωμοτικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμοτικός — κατωμοτικός, ή, όν (Μ) [κατώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καταφατικό όρκο, σε αντιδιαστολή με το απωμοτικός («ἀπωμοτικὸν μὲν τὸ μά, κατωμοτικὸν δὲ τὸ νή», Ευστ.). επίρρ... κατωμοτικώς (ΑΜ) (για όρκο) με καταφατικό τρόπο … Dictionary of Greek